Ο ηγέτης και οι ανάγκες των αθλητών



 
Μέρος 2ον

Η έλλειψη εμπιστοσύνης του Κ.Φ.Α. προς τους μαθητές έχει επιπτώσεις πάνω στην απόδοση. Εκεί που χρειάζεται να είναι θετικός, είναι, όταν αντιμετωπίζει τα λιγότερα ικανά παιδιά. Αν δείξει ότι αμφιβάλλει για τις ικανότητές τους, η ήδη χαμηλή αυτοεκτίμηση των μαθητών αυτών θα εξανεμιστεί εντελώς.
Οι πιο πολλοί Κ.Φ.Α./ή προπονητές συνήθως, εργάζονται με ομάδες. Αυτό πάντα δημιουργεί προβλήματα επειδή υπάρχουν ατομικές διαφορές. Φυσικά η ενιαία αντιμετώπιση μιας ομάδας παιδιών είναι θετικό μέτρο, αλλά αυτό ισχύει μόνο στις περιπτώσεις που η ομάδα είναι ομοιογενής (ομοειδείς ικανότητες). Εκεί που υπάρχουν αποκλίσεις στις ικανότητες, χρειάζεται μεγαλύτερη ευαισθησία και εξατομικευμένη προσέγγιση. Ακόμα κι αν ο Κ.Φ.Α. απευθύνεται γενικά στην ομάδα, κάθε ένας από τους μαθητές αισθάνεται την μοναδικότητά του και "αποζητάει" επιβεβαίωση από τον καθηγητή.
Συχνά οι Κ.Φ.Α. και/ή προπονητές αναπτύσσουν "συμπάθειες" στην ομάδα και φυσικά αυτό γίνεται αμέσως αντιληπτό, τουλάχιστον από τους δέκτες αυτής της συμπάθειας. Αν αυτό γίνεται διακριτικά και απευθύνεται "κατά καιρούς" σε κάθε ένα μαθητή χωριστά είναι θετικό. Καταντάει όμως προβληματική μία τέτοια προσέγγιση, αν απευθύνεται μόνο σε συγκεκριμένα άτομα, γιατί αυτόματα μειώνει τους υπόλοιπους μαθητές.
Σε γενικές γραμμές η έρευνα σχετικά με το φαινόμενο που περιγράφηκε προηγούμενα τονίζει ότι οι στάσεις των καθηγητών απέναντι στους μαθητές διαμορφώνονται από:
1. τη φυσική ελκυστικότητα των μαθητών
2. τις περιπτώσεις όπου υπάρχουν μειονεκτήματα (handicaps)
3. το αυτοσυναίσθημα και
4. τη δεξιοτεχνία των μαθητών.
Επίσης, σύμφωνα με την έρευνα, η συμπεριφορά των καθηγητών απέναντι στα παιδιά συμβαδίζει με τις αρχικές προσδοκίες τους και οι συχνά οι μαθητές αλλάζουν τη συμπεριφορά τους, για να ανταποκριθούν στις προσδοκίες των καθηγητών τους.



Προηγουμένως, αναφέρθηκε ότι υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ αυτών που πιστεύουν οι Κ.Φ.Α. και/ή προπονητές για την συμπεριφορά τους και αυτών που πιστεύουν οι αθλητές γι' αυτούς. Λογικά, η πρώτη σκέψη που έρχεται στο νου είναι ότι για να υπάρξουν αποτελέσματα, θα έπρεπε οι Κ.Φ.Α. και/ή προπονητές να συμμορφώνονται προς τις επιθυμίες των αθλητών τους. Όμως κάτι τέτοιο θα αποτελούσε μία μονομερή και πιθανά άδικη αντιμετώπιση του προβλήματος που αφορά τις σχέσεις προπονητών-αθλητών.
Για την Butt (1976) ο προπονητής έχει μία προσωπική σχέση με τον αθλητή, που έχει μεγάλη ψυχολογική σημασία. Χωρίς τη συναισθηματική αυτή σχέση ο προπονητής ποτέ δεν θα καταφέρει να επηρεάσει αρκετά τον αθλητή, που από την μεριά του, αν δεν εμπιστεύεται πολύ τον προπονητή του, δεν θα κάνει τις απαραίτητες θυσίες, για να φθάσει στην επιτυχία. Ο αθλητής αναπτύσσει όλο το δυναμικό, όταν ακριβώς υπάρχει αυτή η στενή σχέση με τον προπονητή.
Αυτή η σχέση μοιάζει με "ερωτοτροπία", όπου ο ένας γνωρίζει καλά που βαδίζει η σχέση και τι μπορεί να επιτευχθεί. Στο μέλλον ο καθένας μπορεί να "τραβήξει το δρόμο του": ο προπονητής να καθοδηγήσει άλλους αθλητές και ο αθλητής να προπονείται με άλλους προπονητές. Όμως η αρχική σχέση ποτέ δεν θα δημιουργηθεί ξανά. Στο είδος αυτό των σχέσεων συνήθως υπάρχει μία αρχή, μία εισαγωγή, μία περίοδος δοκιμής, μία περίοδος δουλειάς, αύξηση της απόδοσης και τέλος.


 
Πάντα πρέπει να προηγούνται οι ανάγκες του αθλητή και, αν χρειαστεί καλύτερη καθοδήγηση, ο Κ.Φ.Α. και/ή προπονητής πρέπει να προωθήσει τον αθλητή. Η Butt (1976, σελ. 124) παραθέτει τη γνώμη του  Tarasov, πρώην αρχιπροπονητή της εθνικής ομάδας χόκεϋ της Σοβιετικής Ένωσης, για τη σχέση του προπονητή με τους αθλητές. Ο Tarasov τονίζει ότι η σχέση προπονητή- αθλητή είναι κρίσιμης σπουδαιότητας για τον αθλητή. Η πρώτη αρχή για την καλή προπόνηση υπαγορεύει στον προπονητή να κατανοήσει το χαρακτήρα του αθλητή, να γνωρίσει τον τρόπο που μεγάλωσε και να εκτιμήσει τις ικανότητές του. Μόνο οι τεχνικές γνώσεις δεν αρκούν. Ο καλός προπονητής είναι συνήθως ιδεαλιστής, γνήσιος, φυσικός ψυχολόγος και θέτει τις ανάγκες του αθλητή πριν από κάθε αθλητικό στόχο, γιατί, χωρίς προσωπική ολοκλήρωση, δεν μπορεί να επιτευχθεί κανένας αξιόλογος στόχος στον αθλητισμό.
Κλασικό παράδειγμα μίας εντελώς διαφορετικής νοοτροπίας αποτελεί ο γνωστός για τις αντιλήψεις του Αμερικανός προπονητής Lompardi, που είπε την περίφημη φράση: "Στον αθλητισμό η νίκη δεν είναι το παν, είναι το μοναδικό πράγμα" (winners is not everything. It' s the only thing in sports). Για τον τύπο αυτόν του προπονητή, το μόνο που ενδιαφέρει είναι η νίκη, που πρέπει να επιτευχθεί ανεξάρτητα από απώλειες. Για την Butt, ο Lompardi, παρά την πετυχημένη καριέρα που έκανε ως προπονητής στο αμερικανικό αθλητικό σύστημα, κρίνεται ως αποτυχημένος στον ψυχολογικό και κοινωνικό τομέα. Φυσικά πολλοί από τους παίκτες του ασπάστηκαν τη Φιλοσοφία της "νίκης με κάθε μέσο", αλλά πρέπει να τονιστεί ότι και αυτός ήταν συναισθηματικά "δεμένος" μαζί τους. Φυσικά, ο Lompardi πέτυχε, γιατί ήταν ένα προϊόν του Αμερικανικού συστήματος: υιοθέτησε τις αξίες τις κοινωνίας που ζούσε, χρησιμοποίησε κατάλληλα τη "βαρβαρότητα" και την επιθυμία για νίκη και ήξερε να χρησιμοποιεί το φόβο ως μέσο πειθαναγκασμού.


Η συμπεριφορά πολλών Κ.Φ.Α. και/ή προπονητών μοιάζει μ' αυτή του Lompardi και διαφέρει μόνο στο ότι δεν εκφράζεται με τόση κυνικότητα. Οι βασικές αρχές φυσικά παραμένουν οι ίδιες, αφού, λόγω των απαιτήσεων της αθλητικής ηθικής, οι στόχοι είναι πολύ περιορισμένοι και συχνά ταυτίζονται με τη νίκη. Ταυτόχρονα και πολλοί αθλητές έχουν κοινωνικοποιηθεί τόσο πολύ στην ιδέα ότι το "μόνο που αξίζει είναι η νίκη" που, ενώ δημόσια εκφράζουν απόψεις ηθικά παραδεκτές, στην ουσία το μόνο που επιδιώκουν είναι η "υπεροχή του ισχυρότερου", μία μορφή κοινωνικού Δαρβινισμού για την επιβίωση του ισχυρότερου.
Όπως έχει τονιστεί, η διαδικασία της προπόνησης έχει πολλές ομοιότητες με  τη διδασκαλία στην τάξη. Η σημαντικότερη όμως διαφορά συνίσταται στο βαθμό μονιμοποίησης της μάθησης. Ενώ δηλαδή, στην τάξη ο μαθητής μπορεί να μάθει ορισμένα στοιχεία, στην προπόνηση δεν αρκεί αυτό. Ο αυλητής δεν αρκεί να πει ή να ξέρει απλά πως εκτελείται μία τεχνική, αλλά πρέπει να την εκτελέσει.
Ο Ryan (1981, σελ. 97) παραλληλίζει την προπόνηση με τη ψυχοθεραπεία, τονίζοντας ότι τα κοινά σημεία μεταξύ τους είναι:
1. Και οι δύο είναι αποτελεσματικές, μόνον όταν υπάρχει φανερή αλλαγή στη συμπεριφορά του αθλητή.
2. Και στις δύο η διαπροσωπική σχέση καθοδηγητή - καθοδηγούμενου είναι στενή και
3. Και στις δύο μπορεί να υπάρχει ισχυρή "αντίσταση" από τον καθοδηγούμενο. Φυσικά, ως αντίσταση νοείται κάθε δυσκολία που αντιμετωπίζει ο Κ.Φ.Α. και/ή προπονητής κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας, όπου συμμετέχει και ο αθλητής.

Πηγή: Η ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΣΤΗ ΦΥΣΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΑΘΛΗΤΙΣΜΟ
Δρ ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΟΓΑΝΗΣ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο