Διατροφή και σωματική απόδοση

Θερμιδογόνες ουσίες

  Τα λίπη και οι υδατάνθρακες είναι οι θρεπτικές ουσίες που αναφέρονται ως καύσιμη ύλη.



  Οι υδατάνθρακες από τα μυϊκά κύτταρα υπό μορφή γλυκόζης ή γλυκογόνου για την παραγωγή ενέργειας. Το γλυκογόνο των μυών προέρχεται από τη γλυκόζη με την εξεργασία της γλυκογονογένεσης.   Η γλυκόζη σχηματίζεται στο συκώτι με την εξεργασία της γλυκονεογένεσης από ουσίες που δεν είναι υδατανθρακούχες.

  Τα λίπη καταβολίζονται στα μυϊκά κύτταρα κυρίως με τη μορφή λιπαρών οξέων.


  Τα λευκώματα διασπώνται σε αμινοξέα.   Η μεγάλη βιολογική αξία των αμινοξέων βρίσκεται στο γεγονός ότι αποτελούν τους οικοδομικούς λίθους των λευκωμάτων. Μολονότι μερικά από τα αμινοξέα δεν μπορούν να παράγουν ενέργεια, ωστόσο οι ουσίες αυτές δεν θεωρούνται θερμιδογόνες, πράγμα που σημαίνει ότι πρακτικά τα λευκώματα αποκλείονται σα πηγή μυϊκής ενέργειας.


  Μα θερμιδογόνα ουσία μπορεί να μετατραπεί σε άλλη. Έτσι, το πλεόνασμα των πρωτεϊνών και των υδατανθράκων οδηγεί σε λιπογονία. Μερικά αμινοξέα μπορεί να σχηματιστούν από υδατάνθρακες. Η γλυκερίνη που προέρχεται από τη διάσπαση των λιπών, μπορεί να μετατραπεί σε γλυκόζη, όχι όμως και τα λιπαρά οξέα.



Τα καύσιμα της μυϊκής λειτουργίας

  Οι υδατάνθρακες και τα λίπη ως καύσιμα κατά την άσκηση. Από το αναλυτικό πηλίκο μπορούμε να υπολογίσουμε τη σχετική συμμετοχή στην παραγωγή ενέργειας. Το αναπνευστικό πηλίκο κυμαίνεται μεταξύ 0,71 και 1,00. Όσο η τιμή του βρίσκεται πιο κοντά στο 0,71, τόσο και η σχετική κατανάλωση λιπών είναι μεγαλύτερη, ενώ όσο πλησιάζει προς τη μονάδα, τόσο μεγαλύτερη είναι η κατανάλωση υδατανθράκων. Κατά κανόνα, όταν η ένταση της μυϊκής προσπάθειας φτάνει μέχρι 50% της μέγιστης πρόσληψης οξυγόνου, τα λίπη και οι υδατάνθρακες συμβάλλουν εξίσου στην παραγωγή ενέργειας. Όσο όμως πιο έντονη γίνεται η προσπάθεια, τόσο περισσότερο προτιμούνται οι υδατάνθρακες και στην ανώτατη προσπάθεια γίνονται η αποκλειστική ενεργειακή πηγή. 



Ορμονική ρύθμιση των καυσίμων




  Κατά τη μυϊκή προσπάθεια παρατηρείται μια καθολική ορμονική ενεργοποίηση. Η λειτουργική δραστηριότητα των ενδοκρινών αδένων είναι διαφορετική στις διάφορες φάσεις της μυϊκής προσπάθειας. Έτσι, στη μεταβατική φάση διεγείρονται τα επινεφρίδια παράγοντας κατεχολαμίνες και κορτιζόλη, στη φάση της σταθεροποίησης εκκρίνεται θυροξίνη, γλυκαγόνη και αυξητική ορμόνη, ενώ στη φάση της αποκατάστασης οι ορμόνες επανέρχονται βαθμιαία στην κατάσταση της ομοιοστατίας.
  Η ενέργεια των κατεχολαμινών είναι λιπολυτική και γλυκογονολυτική. Από τη μια μεριά δραστηριοποιούν τη λίπανση των ιστών, που διασπά τα τριγλυκερίδια των λιπαποθηκών σε ελεύθερα λιπαρά οξέα και γλυκερίνη από τις λιπαποθήκες και από την άλλη, επιταχύνουν την ανασύνθεση της φωτογραφίας, ευνοώντας έτσι την ηπατική και μυϊκή γλυκογονία. Η κορτιζόλη ευνοεί τη γλυκονεογένεση. 
  Η θυροξίνη τροποποιεί τη δραστηριότητα πολλών ενζύμων που συμμετέχουν στον καταβολισμό της γλυκόζης και των λιπαρών οξέων.
 Οι παγρεατικές ορμόνες παίζουν σημαντικό ρόλο στον μεταβολισμό των υδατανθράκων. Η ινσουλίνη ευνοεί τη μυϊκή γλυκογονογένεση και η γλυκαγόνη την ηπατική γλυκογονόλυση και γλυκονεογένεση.


  Η αυξητική ορμόνη βοηθά στην κινητοποίηση των λιπαρών οξέων από τις λιπαποθήκες.

Θρεπτικός περιορισμός της μυϊκής προσπάθειας



  Το μυϊκό γλυκογόνο παίζει προσδιοριστικό ρόλο στην ικανότητα για παρατεταμένη προσπάθεια. Τα αποθέματα του μυϊκού γλυκογόνου υπολογίζονται για έναν μέσο άνθρωπο με σωματικό βάρος 70 κιλών, σε 450 περίπου γραμμάρια. Υπάρχουν διαφορές στην περιεκτικότητα γλυκογόνου στις διάφορες μυϊκές ομάδες. Συνήθως οι μύες των κάτω άκρων έχουν την υψηλότερη περιεκτικότητα, ενώ οι μύες των άνω της χαμηλότερης. Η περιεκτικότητα του γλυκογόνου μπορεί να τριπλασιαστεί με έναν συνδυασμό διαιτητικής αγωγής και εξαντλητικής άσκησης.
  Το μυϊκό γλυκογόνο εξαντλείται σε προσπάθειες που έχουν μεγάλη ένταση και διάρκεια. Η επανασύνθεση και η αποκατάστασή του αρχίζει αμέσως μετά την εξάντληση των αποθεμάτων του στους μυς, φτάνει τα 50% μετά από 5 ώρες. και ολοκληρώνεται μετά από 46 ώρες.
 Η χορήγηση γλυκόζης κατά τη παρατεταμένη μυϊκή προσπάθεια, που διαρκεί τουλάχιστον μια ώρα, έχει ευεργετική επίδραση στη σωματική απόδοση. Η συμβολή της γλυκόζης στη παραγωγή μυϊκής ενέργειας είναι πιο μεγάλη στα τελευταία στάδια της άσκησης, τότε δηλαδή, που αδειάζουν τα αποθέματα γλυκογόνου στους μυς. Η γλυκόζη πρέπει να χορηγείται σε ένα διάλυμα νερού και σε πυκνότητα 2,5 γραμμαρίων κατά 100 χιλιοστόλιτρα νερού. Αν η πυκνότητα είναι μεγαλύτερη και το διάλυμα υπερτονικό, η οσμωτική πίεση αυξάνεται στο στομάχι. Έτσι, απορροφιέται νερό από το εξωκυτταρικό υγρό και αναστέλλεται η κένωση του στομάχου, παρά τη λαϊκή αντίληψη για το αντίθετο. 



  




Πηγή :  ΕΡΓΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ - ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΜΥΙΚΗΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑΣ
ΒΑΣΙΛΗ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑ

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο