Μυϊκή απόδοση


Μυϊκή αντοχή





  Η μυϊκή αντοχή αναφέρεται στην ικανότητα ενός μυός ή μιας ομάδας μυών, να διατηρεί ή να επαναλαμβάνει συστολές χωρίς κάματο. Η μυϊκή ή τοπική αντοχή διακρίνεται από την καρδιοαναπνευστική ή γενική αντοχή., που αναφέρεται στην παραγωγή του έργου από μεγάλες ομάδες και σχετίζεται με τη μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου.
  Η μυϊκή αντοχή εξαρτάται από την επιβάρυνση του μυός. Όσο μικρότερη είναι η επιβάρυνση, τόσο περισσότερο χρόνο μπορεί ο μυς να διατηρήσει μια ισομετρική συστολή ή τόσο περισσότερο έργο μπορεί να παράγει. Υπάρχει, δηλαδή, σχέση μεταξύ της αντοχής και του ποσοστού της μέγιστης βουλητικής συστολής. Η μέγιστη ισομετρική συστολή μπορεί να διατηρηθεί μόνο για λίγα δευτερόλεπτα, το 50% της μέγιστης συστολής για ένα λεπτό, ενώ το 10-15% της μέγιστης συστολής μπορεί να διατηρηθεί για απεριόριστο χρόνο σχεδόν. Η σχέση αυτή ισχύει για όλες τις μυϊκές ομάδες και δεν επηρεάζεται από την απόλυτη μέγιστη δύναμη του μυός (Rohmerst 1968, Bjorksten and Jonsson 1977).
  Ο συντελεστής συσχέτισης μεταξύ της μέγιστης ισομετρικής δύναμης και της απόλυτης αντοχής είναι υψηλός (0,75 έως 0,97), ενώ μεταξύ της μέγιστης ισομετρικής δύναμης και της σχετικής αντοχής πλησιάζει το μηδέν. Απόλυτη αντοχή  σημαίνει διατήρηση της συστολής μιας δοσμένης επιβάρυνσης για όλους τους δοκιμαζόμενους, ενώ η σχετική αντοχή  είναι συνάρτηση της μέγιστης βουλητικής δύναμης κάθε ατόμου και εκφράζεται σε εκατοστιαία αναλογία (Caldwell 1963, Start and Graham 1964).
  Η αντοχή σε ρυθμικά εκτελούμενες ισοτονικές συστολές εξαρτάται από τη συχνότητα των συστολών και την επιβάρυνση. Έτσι, η μυϊκή προσπάθεια μπορεί να σταθεροποιηθεί και να διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα αν η συχνότητα των συστολών είναι ανάλογη με το ποσοστό της μέγιστης δύναμης, για παράδειγμα στο 80% της μέγιστης δύναμης, οι επαναλήψεις πρέπει να είναι 10 το λεπτό.
  Η αξιοπιστία των μετρήσεων είναι μεγαλύτερη για τη μυϊκή δύναμη απ' ότι για τη μυϊκή αντοχή, με αντίστοιχους συντελεστές συσχέτισης 0,94 και 0,83. Ωστόσο, ο συντελεστής διασποράς είναι γύρω στο 5% για τη μυϊκή δύναμη, ενώ το 20% για τη μυϊκή αντοχή. Η χαμηλή πιστότητα στη μέτρηση της μυϊκής αντοχής οφείλεται στο γεγονός, ότι η διατήρηση της μυϊκής προσπάθειας απαιτεί μεγάλη ανοχή και ψυχοκινητοποίηση του ατόμου, για την αντιμετώπιση της δυσφορίας ακόμα και του πόνου, που προκαλείται κατά την προσπάθεια. Ένας πρόσθετος παράγοντας που επηρεάζει την αξιοπιστία μέτρησης της μυϊκής αντοχής είναι η παραγωγή θερμότητας στους λειτουργούντες μυς. Με την εξοικείωση , τη συνεργασία και την παρακίνηση των δοκιμαζομένων, ο συντελεστής διασποράς μπορεί να περιοριστεί στο 3-4% (Simonson and Lind 1971).  

Πηγή : ΕΡΓΟΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ - ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΜΥΙΚΗΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑΣ
Β ΑΣΙΛΗ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑ
  

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο