Ανατομικά, φυσιολογικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά κατά την ανάπτυξη
Μέρος 2ον
Ανάπτυξη σωματικών διαστάσεων
Ποσοτικά επαρκείς στατιστικές υπάρχουν συνήθως μόνο σχετικά με το ύψος και το βάρος, γιατί από τη μια μεριά η πιο εμπεριστατωμένες μελέτες θέλουν πολλή δουλεία και από την άλλη οι μετρήσεις υπόκεινται σε σχετικά γρήγορες μεταβολές.
Ο Marcusson και ο Oehmisch μέτρησαν το ύψος, το βάρος και την περίμετρο του θώρακα σε παιδιά από 3 έως 7 χρονών στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας μεταξύ του 1956 και 1958. Ο Oehmisch πραγματοποίησε μια παρόμοια έρευνα δέκα χρόνια αργότερα. Οι αποκλίσεις από το μέσο όρο των μετρήσεων ή των ποσοστών που φαίνονται σε διάφορους πίνακες δεν αποτελούν ανωμαλίες, αλλά απλά, είναι ένδειξη της θέσης του ατόμου σε σχέση με το γενικό όρο. Μόνο ένας γιατρός είναι σε θέση ν' αναγνωρίζει τα ρευστά όρια μεταξύ μιας φυσιολογικής τιμής και εκείνης που θα μπορούσε να σημαίνει μια παθολογική ανάπτυξη και αυτό μπορεί να γίνει με σιγουριά μόνο με μελέτες που κρατούν πολλά χρόνια. Οι διασπορές που συμβαίνουν σε μεγάλη έκταση μπορούν να υπολογιστούν πιο γρήγορα και αξιόπιστα με τη βοήθεια των εκατοστιαίων κλιμάκων, γιατί για παράδειγμα, το ποσοστό "Π 80" για το ύψος σημαίνει πως το 80% όλων όσων μετρήθηκαν είναι χαμηλότερο και το 20% είναι υψηλότερο από την ποσοστιαία τιμή εκφρασμένη σε εκατοστά.
Παράγοντες ανάπτυξης
Εξωγενείς παράγοντες (κοινωνικό περιβάλλον, δίαιτα, επάγγελμα, αθλητικές δραστηριότητες, ιδιαιτερότητες της περιοχής, κλπ.) και ορμονικές επιδράσεις καθορίζουν τη σωματική ανάπτυξη ενός ατόμου, μέσα στα προκαθορισμένα όρια από το γενετικό του υπόστρωμα. Στο παρελθόν, για παράδειγμα, η εξήγηση για το γεγονός πως οι σπουδαστές των τεχνικών σχολών ήταν κοντύτεροι από τους σπουδαστές των Γυμνασίων βρισκόταν στην υπόθεση πως η ανάπτυξη των πρώτων εμποδιζόταν από σωματική εργασία, η οποία αποτελούσε μέρος του μελλοντικού τους επαγγέλματος. Αλλά ο Marcusson δείχνει ότι παρόμοιες διαφορές παρατηρούνται επίσης στο βάρος και στη περιφέρεια του στήθους μεταξύ μαθητών του Γυμνασίου και μαθητών των τεχνικών σχολών που δεν κάνουν σωματική εργασία, πράγμα που σημαίνει πως τα κορμιά των Γυμνασιοπαίδων είναι γενικά πιο ώριμα.
Έχοντας αυτό υπόψη, δεν επιβεβαιώθηκαν μεταβολές στη σωματική διάπλαση ειδικά σε ορισμένα είδη αθλημάτων, σαν αποτέλεσμα της επιφόρτισης κατά την αθλητική προπόνηση, αλλά ούτε μπορεί ν' απορριφθεί μια τέτοια εκδοχή τελείως. Όμως, μια τέτοια επίδραση δεν τεκμαίρεται από τη καλύτερη σωματική διάπλαση που έχει παρατηρηθεί ιδιαίτερα μεταξύ νέων ανθρώπων που έχουν εξαιρετικές επιδόσεις. Τα εμπειρικά καθορισμένα σωματικά χαρακτηριστικά των πρωταθλητών, μερικά από τα οποία ξεπερνούν σημαντικά τις μετρήσεις, που φαίνονται στον παρακάτω πίνακα, για τις ηλικίες που μας απασχολούν, είναι μερικώς το αποτέλεσμα μιας πορείας επιλογής που πυροδοτείται από την αθλητική απόδοση.
Αν μια τέτοια σωματική υπεροχή είναι αποτέλεσμα μιας πρώιμης ανάπτυξης (ατομική επίσπευση), τότε μπορούμε να υποθέσουμε πως αυτό το κύμα εξαιρετικής απόδοσης θα κρατήσει μόνο για μια σύντομη περίοδο ανάπτυξης.
Ωρίμανση
Οι μακρές διαδικασίες της ωρίμανσης, οι οποίες δεν περιορίζονται στη σωματική διάπλαση και τελειώνουν στην ηλικία των 18 για τα κορίτσια και 20 για τ' αγόρια, αρχίζουν κατά τη μετάβαση από την "πρώιμη σχολική ηλικία" στην "προεφηβική", για τα κορίτσια στον 9ο χρόνο, για τα αγόρια στον 11ο. Αυτή η σωματική ανάπτυξη προς την ωρίμανση συνεχίζεται επίσης και αργότερα, αλλά κυρίως με τη μορφή των αυξήσεων σε εύρος και περίμετρο. Η φάση της εφηβείας αρχίζει για τ' αγόρια γύρω στα 13 και για τα κορίτσια ένα ή δύο χρόνια νωρίτερα (βλέπε το προηγούμενο πίνακα). Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου σημειώνεται ένα άλμα της ετήσιας αύξησης σε ύψος, από τα 4 περίπου εκατοστά, μέχρι τα 8 και 10 εκατοστά.
...συνεχίζεται
Πηγή : ΠΡΟΠΟΝΗΤΙΚΗ - ΜΕΓΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΑΘΛΗΤΙΚΗΣ ΑΠΟΔΟΣΗΣ
D. HARRE






Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου